ἱδρώσεις

ἱδρώσεις
ἵδρωσις
sweating
fem nom/voc pl (attic epic)
ἵδρωσις
sweating
fem nom/acc pl (attic)
ἱ̱δρώσεις , ἱδρόω
sweat
aor subj act 2nd sg (epic)
ἱ̱δρώσεις , ἱδρόω
sweat
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νικητής — ο θηλ. ήτρια και ήτρα αυτός που νικά σε οποιονδήποτε αγώνα: Δίχως να ιδρώσεις νικητής, δίχως αγώνα πλάστης (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”